Ο αγώνας ενάντια στην πανδημία, αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη
Μετά από ένα ολόκληρο χρόνο σκληρών περιοριστικών μέτρων αστυνομικού τύπου, μετά από κατάλυση θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, μετά από σωρεία κυβερνητικών αναθέσεων, διαγγελμάτων και ψεμάτων, ξανά όλη σχεδόν η χώρα η Αττική ειδικά και εσχάτως η Φωκίδα ευρίσκονται επιδημιολογικά στο κόκκινο. Τα νοσοκομεία και οι ΜΕΘ , αλλά κυρίως το προσωπικό, ξεπερνούν καθημερινά τα όρια τους, χωρίς να φαίνεται από την κυβέρνηση κάποια σοβαρή προσπάθεια ώστε να αντιστραφεί η κατάσταση.
Ο λόγος για τον οποίο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη με τις διαχρονικές τους επιλογές οδηγήθηκαν στα σημερινά αδιέξοδα, νομίζω ότι αναλύονται διεξοδικά στο άρθρο του φίλου Θοδωρή Σδούκου ( γενικού γιατρού του ΕΣΥ, μέλους του Κοινωνικού Ιατρείου Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης) του οποίου δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος.
...Ας ξεκινήσουμε με τη μεγάλη εικόνα.
Στο τέλος του 2020, οι πρώτοι εμβολιασμοί δημιούργησαν κλίμα ευφορίας σε όλο τον κόσμο. Δεν πέρασαν παρά μερικές εβδομάδες και οι αποθαρρυντικές εξελίξεις διαδέχονται η μια την άλλη: Στις ΗΠΑ, που συνδέονται με την Pfizer, τα πράγματα πάνε αργά· η AstraZeneca αθετεί τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις 80 εκ. δόσεις ως τα τέλη Μαρτίου· η Γερμανία, που μέχρι πρότινος συμμετείχε στο παιχνίδι του εμβολιαστικού εθνικισμού, θεωρεί σήμερα ότι οι καθυστερήσεις αφορούν την Ευρώπη.
Τι παιχνίδι παίζουν οι φαρμακοβιομηχανίες; Και κυρίως, υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα;
Δεν πρόκειται για παιχνίδια των εταιρειών, αλλά για τον τρόπο λειτουργίας του λεγόμενου ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον βαθμό που δεν αναπτύχθηκαν κρατικές βιομηχανίες για την έρευνα, παραγωγή και διανομή του φαρμάκου, του ιατρικού εξοπλισμού και των αναλώσιμων, ο τομέας αυτός -που συγκαταλέγεται στους πέντε ισχυρότερους της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σε κέρδη και συσσώρευση κεφαλαίου- αφέθηκε αποκλειστικά σχεδόν στην σφαίρα της αγοράς. Τα κράτη, είτε μεμονωμένα είτε μέσω συνασπισμών τύπου Ε.Ε., παρεμβαίνουν μόνο στον τρόπο παροχής του φαρμάκου στους ασφαλισμένους των συστημάτων υγείας τους (ποσοστό κάλυψης της δαπάνης κ.λπ.) και στον εκ των υστέρων έλεγχο της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των ποικίλων προϊόντων της φαρμακοβιομηχανίας, μέσω των εθνικών ή διακρατικών οργανισμών φαρμάκου (FDA στις ΗΠΑ, ΕΜΟ στην Ε.Ε. κ.λπ.). Βεβαίως, διαπραγματεύονται και την τελική τιμή του προϊόντος , όταν πρόκειται να εισαχθεί και να συνταγογραφηθεί στα συστήματα υγείας σε μαζική κλίμακα. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι ανταγωνισμού ή μονοπωλιακής συνθήκης, την πραγματική κοινωνική (θεραπευτική) αξία του εκάστοτε προϊόντος, το μέγεθος του πληθυσμού που αφορά η θεραπεία σε κάθε κράτος και άρα τον αναμενόμενο τζίρο για την εταιρεία, και φυσικά από την πραγματική διαπραγματευτική ισχύ του κάθε κράτους, ανάλογα με τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια οικονομία αλλά και γεωπολιτικά.
Ποια είναι η λύση στο πρόβλημα με τις πατέντες;
Όσον αφορά τώρα τις πατέντες, αυτές προστατεύουν τις εταιρείες στο θέμα της καινοτομίας από πιθανούς ανταγωνιστές τους, και αυτό γίνεται μέσω των νόμων που επέβαλαν η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ο νεοφιλελευθερισμός κυριάρχησε. Σε μια συνθήκη λοιπόν σαν αυτή της πανδημίας, όπου υπάρχει αιφνίδια η ανάγκη για ένα φάρμακο-εμβόλιο που κρίνεται απαραίτητο να το πάρει το 70% του πληθυσμού του πλανήτη και μάλιστα σε δύο δόσεις, η παγκόσμια έγκαιρη παραγωγή και διευρυμένη διάθεση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οι εταιρείες-κολοσσοί που έχουν τη δυνατότητα αυτή προσπάθησαν να προπληρωθούν για την νέα επένδυσή τους, μέσω σύναψης συμβολαίων με κράτη και συνασπισμούς κρατών, και να διασφαλίσουν τα τεράστια κέρδη τους σε κάθε σενάριο εξέλιξης της πανδημίας και των προβλημάτων που θέτουν οι μεταλλάξεις. Για να το πετύχουν αυτό απέναντι στους ανταγωνιστές τους, υποσχέθηκαν ποσότητες και ρυθμούς παραγωγής και διανομής που δεν ήταν εφικτοί, και αυτό είναι που παρακολουθούμε τώρα συν την καθυστέρηση, ειδικά της Ε.Ε., να προβλέψει έγκαιρα την εξέλιξη. Υπάρχει βέβαια και η πτυχή ότι οι εταιρείες μέσω τεχνητών περαιτέρω καθυστερήσεων στις παραδόσεις εκβιάζουν για καλύτερη τελική τιμή και γενικά για βελτίωση για τα συνολικά συμφέροντά τους των αρχικών όρων των συμβολαίων.
Λύση άμεση σε αυτό το πρόβλημα αποτελεί το σπάσιμο της πατέντας και η ελεύθερη δυνατότητα όλων των υπαρκτών παραγωγικών μονάδων ανά τον κόσμο να πάρουν την τεχνογνωσία και να παράγουν φτηνό και καλό εμβόλιο και, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη σοβαρής δημόσιας φαρμακοβιομηχανίας από μεμονωμένα κράτη ή συνασπισμούς κρατών.
Στο μέτωπο του εμβολίου, όπως και γενικά σε ότι αφορά την πανδημία, φαίνεται να αλληλοτροφοδοτούνται δύο σοβαρές στρεβλώσεις: Από τη μια, οι κυβερνήσεις υπερ-επενδύουν στο εμβόλιο, σαν αυτό να έχει «μαγικές» ιδιότητες – σαν να μπορεί να εξαφανίσει την πανδημία, να νικήσει τις μεταλλάξεις, να λύσει μεμιάς τον κόμπο. Από την άλλη, όσο αυτές οι υπερβολικές φιλοδοξίες διαψεύδονται από την πραγματικότητα, κι όσο υπάρχουν πράγματα άγνωστα ακόμα στην επιστημονική κοινότητα, φαίνεται να ενισχύεται ο ανορθολογισμός και το αντι-εμβολιαστικό «κίνημα». Γιατί να εμπιστευόμαστε τα εμβόλια; Και πόσα μπορούμε να περιμένουμε από αυτά;
Τα εμβόλια υπήρξαν ιστορικά εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία στη μάχη της ανθρωπότητας απέναντι στα λοιμώδη νοσήματα - σε συνδυασμό πάντα με την βελτίωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων και των πιο φτωχών πληθυσμών. Ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σοβαρές αρρώστιες όπως η ευλογιά, η πολιομυελίτιδα, η διφθερίτιδα, ο κοκίτης σχεδόν εκριζώθηκαν χάρη στα προγράμματα καθολικού εμβολιασμού βρεφών, νηπίων, παιδιών και ενηλίκων, ενώ άλλα όπως η ιλαρά, η ηπατίτιδα Β, η φυματίωση, η γρίπη, η μηνιγγίτιδα, ο κίτρινος πυρετός τέθηκαν υπό μερικό έλεγχο και αναζωπυρώνονται μόνο εκεί που επανέρχονται η φτώχεια, η πείνα και ο αναλφαβητισμός. Επίσης τα τελευταία 20-30 χρόνια τα ποικίλα εμβόλια που παράγονται, λόγω αλλαγής στην τεχνολογία παρασκευής τους είναι και πολύ πιο ασφαλή, με ελάχιστες σοβαρές παρενέργειες και πρακτικά ανύπαρκτες σε σχέση με το όφελός τους. Επομένως, τα εμβόλια είναι χρήσιμα. Δεν είναι όμως, προφανώς, πανάκεια και ιδιαίτερα για ένα καινούργιο νόσημα, όπως είναι η νόσος Convid-19, πού ακόμα μελετάται η παθοφυσιολογία της και η πρόγνωσή της (με την έννοια ότι δεν είναι γνωστές οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιπλοκές της) και που ο υπεύθυνος ιός μεταλλάσσεται συχνά και απρόβλεπτα σε πιο μεταδοτικά στελέχη και εν δυνάμει και πιο θανατηφόρα. Να τονίσω εδώ ότι στα βιολογικά φαινόμενα δεν είναι γραμμική η σχέση, δεν υπάρχει μόνο μία μονάχα αιτία για το αποτέλεσμα, επιστημολογικά δεν τα ερμηνεύει επαρκώς ο νεοθετικισμός αλλά η διαλεκτική. Ποτέ δεν προκαλεί ασθένεια ή σκοτώνει από μόνο του ένα μικρόβιο ή ένας ιός, αλλά ένα σύνολο συνθηκών που του επιτρέπει να προσβάλλει τον άνθρωπο ή το ζώο˙ άρα η αντιμετώπιση του συνόλου των νοσογόνων παραγόντων, του αιτιολογικού συμπλέγματος όπως λέει η επιδημιολογία, επιτρέπει την νικηφόρα έκβαση της μάχης. Χωρίς την αντιμετώπιση των κακών συνθηκών σίτισης, στέγασης, συγκοινωνίας, εργασίας, ψυχαγωγίας κ.λπ. και χωρίς την ύπαρξη ενός δημόσιου και δωρεάν ισχυρού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που να ιχνηλατεί και να παρακολουθεί τους πολίτες εκεί όπου ζουν και εργάζονται, και επίσης επαρκούς και δωρεάν νοσοκομειακής περίθαλψης που να μπορεί σε συνθήκες ασφάλειας και ποιότητας νοσηλείας να αντιμετωπίζει τις όποιες σοβαρές επιπλοκές προκύψουν από τη νόσο, χωρίς όλα αυτά, τα εμβόλια δεν αρκούν.
Κλείνουμε έναν χρόνο ζώντας με την πανδημία, και τα συστήματα υγείας στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο παραμένουν ανοχύρωτα, εξ ου και οι διάφορες εκδοχές λοκντάουν φαίνονται αναπόφευκτες.
(στο επόμενο το 2ο μέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου