Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Το Υποτιθέμενο και το Πραγματικό Πρόβλημα του Ασφαλιστικού Συστήματος

Το Υποτιθέμενο και το Πραγματικό Πρόβλημα του Ασφαλιστικού Συστήματος

Θεόδωρος Μαριόλης*

1. Εισαγωγή
Εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια υποστηρίζεται, από έγκυρες πηγές (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Τράπεζα της Ελλάδος κ.ά.) και σε όλους τους «τόνους», ότι το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση «βιωσιμότητας και επάρκειας». Όμως, δεν αποτελεί μυστικό ότι η μεταβλητή-κλειδί κάθε ασφαλιστικού συστήματος είναι ο λόγος των μη εργαζομένων προς τους εργαζόμενους, γνωστός και ως «Λόγος Οικονομικής Εξάρτησης». Εάν η τρέχουσα τιμή αυτού του λόγου υπερβαίνει αυτήν που δύναται να ανθέξει το οικονομικό σύστημα, τότε το ασφαλιστικό σύστημα βρίσκεται όντως σε κρίση, η οποία διαχέεται στο σύνολο οικονομικό σύστημα, με τη μία ή την άλλη μορφή: αναγκαιότητα μείωσης μισθών ή/και συντάξεων ή/και επιδομάτων ή/και κρατικών δαπανών ή/και επενδύσεων ή/και αναγκαιότητα δημιουργίας ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο. Συνεπώς, η ποσοτική εκτίμηση του «Λόγου Οικονομικής Εξάρτησης», που δύναται να ανθέξει η ελληνική οικονομία, συνιστά αναγκαία προϋπόθεση κάθε βάσιμης συζήτησης περί «βιωσιμότητας και επάρκειας» του ασφαλιστικού συστήματος. Ατυχώς, και σύμφωνα με ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, κανείς από όλους όσοι συμμετέχουν, θεσμικά ή όχι, στη συζήτηση δεν έχει προσφέρει μία τέτοια εκτίμηση.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει, πολύ περιληπτικά, τα σχετικά ευρήματα μίας μελέτης του «Study Group on Sraffian Economics» του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα και εκπονήθηκε από τον Γιώργο Σώκλη (Υποψ. διδάκτορα του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου), την Ελένη Γκρόζα (Πτυχιούχο του ΠΜΣ στην «Οικονομική Επιστήμη» του ιδίου Τμήματος) και τον γράφοντα.

2. ¥ποθέσεις̭ αραδοχές̍

2. Υποθέσεις-Παραδοχές
Η μελέτη βασίζεται σε ένα κατάλληλα κατασκευασμένο υπόδειγμα εισροών-εκροών και στις ακόλουθες (όχι εξωπραγματικές) υποθέσεις-παραδοχές:
(1) το συνολικό εισόδημα της οικονομίας κατανέμεται σε μισθούς των εργαζομένων και σε ακαθάριστα κέρδη,
(2) η αποταμίευση από μισθούς είναι μηδενική (δηλ. το σύνολο των μισθών καταναλώνεται),
(3) τα ακαθάριστα κέρδη διασπώνται, μέσω άμεσης φορολόγησης, σε εισόδημα των κεφαλαιούχων (καθαρά κέρδη) και εισόδημα των μη εργαζομένων (το οποίο συνιστά, λοιπόν, μεταβιβαστική πληρωμή του δημοσίου),
(4) οι εργαζόμενοι και οι μη εργαζόμενοι καταναλώνουν ακριβώς το ίδιο «καλάθι» αγαθών,
(5) οι κεφαλαιούχοι αποταμιεύουν το σύνολο του προερχόμενου από τα καθαρά κέρδη εισοδήματός των (και, άρα, δεν το καταναλώνουν), ενώ οι μη εργαζόμενοι καταναλώνουν το σύνολο του εισοδήματός των,
(6) οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου τομέα (πλην μισθών των δημοσίων υπαλλήλων) είναι μηδενικές, και
(7) η οικονομία μεγεθύνεται με τον τρέχοντα ρυθμό της.

3. Ευρήματα
Το κύριο εύρημα της μελέτης είναι ότι, στην ελληνική οικονομία, 1 εργαζόμενος δύναται να συντηρήσει 2 μη εργαζόμενους. Επομένως, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι είναι περί τα 4.5 εκατομ., δύνανται να συντηρηθούν περί τα 9 εκατομ. μη εργαζόμενοι. Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι αυτός ο λόγος δεν αφορά σε όλους γενικά τους μη εργαζόμενους (π.χ. προστατευόμενα μέλη), αλλά μόνον σε εκείνους οι οποίοι λαμβάνουν μεταβιβαστικές πληρωμές (επιδόματα, συντάξεις κ.λπ.) και μάλιστα σε ύψος ίσο (εξ υποθέσεως) με το μισθό του μέσου εργαζομένου. Η περαιτέρω ανάλυση δείχνει ότι αυτός ο μάλλον εντυπωσιακός λόγος, δηλ. 2/1, δεν οφείλεται στην υψηλή παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά, πρωτίστως, στο πολύ χαμηλό επίπεδο του μέσου μισθού της. Διότι βρέθηκε, επίσης, ότι εάν π.χ. στην γερμανική ή στην φινλανδική (όπως και στην ισπανική) οικονομία ίσχυε ο ελληνικός μέσος μισθός, τότε 1 εργαζόμενος θα μπορούσε να συντηρήσει περί τους 20 (!) ή τους 7 (!) μη εργαζόμενους, αντιστοίχως. Αντιστρόφως, εάν στην ελληνική οικονομία ίσχυε ο μέσος γερμανικός μισθός (ο οποίος εκτιμήθηκε σημαντικά υψηλότερος από τον ελληνικό, δηλ. κατά 29%),
τότε τα ακαθάριστα κέρδη της θα ήταν αρνητικά (!) και, άρα, το ζήτημα της συντήρησης των μη εργαζομένων δεν θα μπορούσε καν να τεθεί.

4. Συμπεράσματα
Σε αυτή τη βάση μπορούμε να συμπεράνουμε τα ακόλουθα:
(1) Δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι λόγος 2/1, που χαρακτηρίζει, ως δυνατότητα, την ελληνική οικονομία, οφείλεται στο πολύ χαμηλό επίπεδο του μέσου μισθού της (το οποίο θα μειωθεί περαιτέρω, στη βάση των τελευταίων μέτρων μονόπλευρης εισοδηματικής πολιτικής που εξήγγειλε, προσφάτως, η κυβέρνηση).
(2) Επομένως, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες γύρω από την ύπαρξη της λεγόμενης «κρίσης του ασφαλιστικού συστήματος»: τα όποια προβλήματά του θα πρέπει να θεωρούνται, καταρχήν, ταμειακά ή, αλλιώς, ρευστότητας (εισφοροδιαφυγή, ανασφάλιστη εργασία κ.λπ.). Μάλιστα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην ελληνική οικονομία, ο τρέχων λόγος ανέργων και συνταξιούχων ανά εργαζόμενο είναι της τάξης του 0.63, δηλ. αφενός, αισθητά μικρότερος από 2 και, αφετέρου, απολύτως αντίστοιχος με αυτόν που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες (π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Φινλανδία, όπου κυμαίνεται ανάμεσα στο 0.57 και το 0.67).
(3) Αυτά τα ταμειακά προβλήματα δεν δικαιολογούν την – εκ νέου – φημολογούμενη αναδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος προς την κατεύθυνση της – μερικής, έστω – ιδιωτικοποίησης.
(4) Ωστόσο, δεν δύναται να αποκλεισθεί, χωρίς πρώτα να διερευνηθεί αναλυτικά, το ενδεχόμενο ορισμένα προβλήματά του να απορρέουν από το ύψος της κατανάλωσης από καθαρά κέρδη ή/και των μη μισθολογικών δαπανών του δημοσίου, ύψη τα οποία θέσαμε ίσα με το μηδέν, προκειμένου να προσδιορίσουμε τα όρια αντοχής του συστήματος. Στην κατά σειρά πρώτη περίπτωση ενδείκνυται η αύξηση της φορολόγησης των ακαθάριστων κερδών, ενώ στη δεύτερη η επανεξέταση της αναγκαιότητας τμήματος αυτών των δαπανών. Το να απορρέουν τα προβλήματα από την υψηλή κατανάλωση των μη εργαζομένων δεν θα πρέπει να θεωρείται πιθανό, δεδομένων των ευτελών (μέσων) συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας.
Τέλος, θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί (και) ένα «παράπλευρο» εύρημα της μελέτης: πριν από μία δεκαετία, είχα υποστηρίξει (βλ. π.χ. Ο Νέος Διεθνής Καταμερισμός Εργασίας, «Τετράδια της Οικονομίας», 27-28/11/1999, εφημ. «Ημερησία») ότι το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, στην «εντός-ΟΝΕ εποχή», έγκειται στο ότι είναι αναγκασμένη να ανταγωνίζεται σε άμεσους (ή, ακριβέστερα, απόλυτους) όρους οικονομίες, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο προηγμένες παραγωγικά, πράγμα που θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην παραγωγική βάση της. Πρόσφατα, ο Μίνωας Ζομπανάκης, σε συνέντευξή του στην εφημ. «Καθημερινή» (14/2/2010), τόνισε: «Τι εννοούν όταν μιλούν περί πτώχευσης; Δεν είμαι από αυτούς που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο. Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο το δημοσιονομικό. Έστω και με κόπο θα διορθωθεί. Το πρόβλημα είναι ότι καταστράφηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σε έναν κόσμο όπου ουσιαστικά δεν υπάρχουν σύνορα, πώς θα ξαναφτιάξουμε μια ανταγωνιστική οικονομία;». Πράγματι, πώς είναι δυνατόν η ελληνική οικονομία να ανταγωνισθεί π.χ. τη γερμανική, της οποίας η μέση ικανότητα παραγωγής πλεονάσματος ανά εργαζόμενο πρέπει να θεωρείται, όπως εκτίμησε η παρούσα μελέτη, περίπου δεκαπλάσια (20/2);

* Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμ. Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δολοφονία Τεμπων. Η Συνέχεια

  Δεν γνωρίζω πόσοι πολίτες, άκουσαν η διάβασαν όσα η κ. Μαρία Καρυστιανού ανέφερε σε δύο εμβληματικές παρουσίες της.  Η "ΜΗΤΕΡΑ των ΤΕ...