Δημήτρης Καζάκης
Το άρθρο δημοσιεύτηκε με μικρές περικοπές στην «ΑΥΓΗ» της 7ης Μαρτίου 2010.
Η κυβέρνηση μαζί με τα ποικίλα «παπαγαλάκια» των διεθνών κυκλωμάτων έχουν στήσει μια ολόκληρη επιχείρηση για να πείσουν ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα χρεοκοπίας, όσο ακολουθεί πιστά τις έξωθεν εντολές και όσο παραδίδεται ανυπεράσπιστη και ανοχύρωτη στις πιέσεις των αγορών και των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Το παράξενο είναι ότι αυτοί που φαίνεται να έχουν πειστεί περισσότερο είναι αρκετοί στην αριστερά. Γι’ αυτούς η φιλολογία περί χρεοκοπίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κόλπο της κυβέρνησης και των αγορών για να επιβάλουν την αντιλαϊκή τους πολιτική. Δεν υπάρχει ζήτημα χρεοκοπίας, λένε, μόνο πρόβλημα κόστους και διαθεσιμότητας δανεισμού, αυτό είναι όλο. Άλλωστε η ΕΕ έχει συμφέρον να μην αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, επαναλαμβάνουν μαζί με την επίσημη προπαγάνδα. Κι έτσι μένουν μόνο στη γνωστή ηθικολογική ρήση «να μην πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι», αδιαφορώντας για τις τύχες συνολικά της οικονομίας, της χώρας και του λαού της.
Υπάρχει, λοιπόν, ζήτημα χρεοκοπίας για την Ελλάδα; Όποιος δεν έχει τυφλωθεί ακόμη από την επίσημη προπαγάνδα γνωρίζει πολύ καλά ότι ολόκληρο το οικονομικό σύστημα της χώρας τελεί υπό καθεστώς χρεοκοπίας. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι αυτό γιατί η χρεοκοπία δεν επέρχεται μόνο όταν βγαίνουν επίσημα οι κυβερνώντες και αναγγέλλουν το γνωστό από την εποχή του Χ. Τρικούπη «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Η ιστορία, αλλά και η διεθνής πρακτική διδάσκει ότι το πότε και το πώς θα γίνει η επίσημη αναγγελία μιας χρεοκοπίας δεν εξαρτάται από την αντικειμενική κατάσταση, αλλά από τα παιχνίδια κερδοσκοπίας που παίζονται με το κουφάρι της οικονομίας και από τη διεθνή οικονομικο-πολιτική συγκυρία. Ούτε η χρεοκοπία εξαρτάται από το αν και κατά πόσο θα βρίσκει το κράτος πηγές δανεισμού. Αυτό ίσως να επιδράσει στο πότε θα γίνει η επίσημη αναγγελία της, αλλά η αληθινή χρεοκοπία ισοδυναμεί με την αδυναμία να καλυφθούν οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το δανεισμό. Επομένως και μόνο το γεγονός ότι το κράτος χρειάζεται δανεικά για να ικανοποιήσει ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις τρέχουσες υποχρεώσεις του είναι αρκετό για να μιλάμε για μια εκ των πραγμάτων χρεοκοπία. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πότε ή το πώς η ΕΕ, η κυβέρνηση, οι τράπεζες και οι αγορές κρίνουν ότι τους συμφέρει να ανακοινώσουν την επίσημη χρεοκοπία της χώρας.
Μόνο το 2009 για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους δαπανήθηκαν πάνω από 41 δις ευρώ ως τοκοχρεολύσια. Πράγμα που αντιστοιχεί στο 47% του συνόλου των δημοσίων δαπανών και στο 17% του ΑΕΠ της χώρας. Αν σ’ αυτά συνυπολογιστούν και οι εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, οι οποίες αφορούν κυρίως τίτλους Euro Commercial Paper (ECP) που εκδίδονται για ένα σύντομο χρονικό διάστημα – κατά μέσο όρο 182 ημέρες – και έχουν σαν βασικό στόχο την άμεση άντληση «κεφαλαίου κίνησης», τότε οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης εκτινάσσονται σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο για το 2009 οι εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων έφτασαν κοντά στα 36 δις ευρώ. Έτσι οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους για το 2009 ξεπέρασαν τα 77 δις ευρώ, που υπερβαίνουν το σύνολο των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού και αντιστοιχούν σχεδόν στο 90% των συνολικών δημοσίων δαπανών και στο 32% του ΑΕΠ της χώρας. Ποιος είναι αυτός που με σοβαρότητα μπορεί να υποστηρίξει ότι μια οικονομία – και μάλιστα τόσο παραγωγικά αναιμική όσο η οικονομία της Ελλάδας – είναι σε θέση να αντέξει μια τέτοια εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της;
Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει έστω και υποψία άλλης δημοσιονομικής πολιτικής, όσο ο κρατικός προϋπολογισμός και γενικά τα δημόσια οικονομικά επιβαρύνονται από αυτό το ανυπόφορο κόστος; Όταν για το 2010 και 2011 το ελληνικό δημόσιο Θα χρειαστεί πάνω από 140 δις ευρώ για την εξυπηρέτηση του ήδη υπάρχοντος χρέους του, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι η «δημοσιονομική προσαρμογή» των 27 δις ευρώ του Προγράμματος Σταθερότητας δεν έχει σχέση ούτε καν με το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, πόσο μάλλον με την ουσία του. Μάλιστα, αν θεωρήσουμε ορθή την εκτίμηση των Βρυξελλών ότι το 2011 το δημόσιο χρέος της χώρας θα έχει εκτιναχθεί στο 135% του ΑΕΠ από 125% το 2009, τότε η εξυπηρέτηση του χρέους θα ξεπεράσει ετήσια τα 44 δις ευρώ σε τοκοχρεολύσια και τα 38 δις ευρώ σε εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων. Με άλλα λόγια, το σύνολο των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης θα τείνει όλο και περισσότερο να υπερβαίνει τις ετήσιες εισπράξεις του προϋπολογισμού και θα φτάσει να κυμαίνεται γύρω στο 35% του ΑΕΠ της χώρας. Κι όλα αυτά χωρίς να έχει συνυπολογιστεί η εκτίναξη του κόστους δανεισμού, που έχει ήδη διπλασιαστεί και τριπλασιαστεί, χωρίς κανείς να γνωρίζει πού μπορεί να φτάσει.
Πίνακας 1: Δαπάνες εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (εκατ. ευρώ) | |||||
| Α. Τοκοχρεολύσια | Β. Εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων | Σύνολο Α + Β | % επί των Δημόσιων Δαπανών | % επί του ΑΕΠ |
2000 | 22.688 | 6.342 | 29.030 | 66,0 | 21,3 |
2001 | 20.946 | 2.401 | 23.347 | 52,4 | 15,9 |
2002 | 28.874 | 1.303 | 30.177 | 65,0 | 19,3 |
2003 | 30.041 | 2.228 | 32.269 | 62,5 | 18,7 |
2004 | 27.799 | 7.631 | 35.430 | 61,2 | 19,1 |
2005 | 30.066 | 5.085 | 35.151 | 59,8 | 18,0 |
2006 | 26.065 | 8.091 | 34.156 | 56,3 | 16,2 |
2007 | 31.923 | 24.773 | 56.696 | 84,4 | 25,0 |
2008 | 37.452 | 25.674 | 63.126 | 84,2 | 26,4 |
2009 | 41.340 | 35.904 | 77.224 | 89,8 | 32,1 |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Προϋπολογισμού και Εθνικών Λογαριασμών |
Τα δεδομένα αυτά εξασφαλίζουν ότι το δημόσιο χρέος της χώρας είναι πλήρως ανατροφοδοτούμενο, ένας φαύλος κύκλος που όλο και διογκώνεται και απειλεί να καταπιεί ολόκληρη την οικονομία, τη χώρα και το λαό της. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο ή μικρό είναι το δημόσιο έλλειμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν υπολογίσουμε τα συνολικά τοκοχρεολύσια που έχει καταβάλει το ελληνικό δημόσιο μόνο για τη δεκαετία 2000-2009 τότε θα διαπιστώσουμε ότι υπερβαίνουν τα 297 δις ευρώ! Με άλλα λόγια, το ελληνικό δημόσιο έχει προεξοφλήσει ήδη σχεδόν το σύνολο του σημερινού δημόσιου χρέους που ανέρχεται στα 303 δις ευρώ για το 2009! Κι όλα αυτά δίχως να έχουμε συνυπολογίσει τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων για την ίδια περίοδο (βλ. Πίνακα 1).
Το ελληνικό δημόσιο από το 1990 έως σήμερα έχει καταβάλει τοκοχρεολύσια που υπερβαίνουν συνολικά τα 450 δις ευρώ. Αν συνυπολογίσουμε και την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων τίτλων την ίδια περίοδο το ποσό αυτό ξεπερνά τα 670 δις ευρώ. Προκειμένου οι ελληνικές κυβερνήσεις να ικανοποιήσουν την τοκογλυφία των αγορών και των κερδοσκόπων δεν δίστασαν να περάσουν τους εργαζόμενους και τη χώρα από τη μια άγρια στενωπό στην άλλη, από το ένα σκοτεινό τούνελ στο άλλο. Το επιχείρημα ήταν πάντα το ίδιο: ο δραστικός περιορισμός του δημόσιου ελλείμματος, μέσα από ιδιωτικοποιήσεις, εκποιήσεις δημόσιας περιουσίας, μεγάλα έργα, δραστικές περικοπές κοινωνικών δαπανών, φορολεηλασίες και άγρια λιτότητα σε μισθούς και συντάξεις θα φέρουν δήθεν την πολυπόθητη ισορροπία και θα περιορίσουν το κόστος δανεισμού. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο, περισσότερα ελλείμματα και μεγαλύτερα χρέη. Έτσι φτάσαμε στη χρεοκοπία.
Σήμερα, οι ίδιες δυνάμεις που όλα αυτά τα χρόνια εφαρμόζουν την πολιτική που οδήγησε στην χρεοκοπία, έρχονται να επιβάλουν μια ακόμη πιο θανατηφόρα δόση της ίδιας πολιτικής, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα δικά της αποτελέσματα! Η αλήθεια είναι ότι στόχος της πολιτικής τους είναι η συνέχιση της ακατάσχετης αιμορραγίας υπέρ των αγορών. Ο λαός της χώρας πρέπει να μάθει να τα δίνει όλα δίχως να απαιτεί τίποτε προκειμένου το κράτος να συνεχίσει να είναι έρμαιο των δανειστών τοκογλύφων και των κάθε λογής κερδοσκόπων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να εθιστούν στην ασφυξία της αγοράς προκειμένου οι τράπεζες, τα χρηματιστικά κυκλώματα και τα μονοπώλια που συνδέονται μ’ αυτά να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα κέρδη. Ενώ οι νέοι θα πρέπει να μάθουν να ικανοποιούνται μ’ ένα σύστημα που τους προσφέρει μόνο μέλλον χωρίς δουλειά, ή μια φτηνή δουλειά χωρίς μέλλον.
Για το διεθνές μεγάλο κεφάλαιο και τους οργανισμούς του η έστω και προσωρινή διέξοδος από την παγκόσμια ύφεση των αγορών εξαρτάται από το αν και κατά πόσο χώρες σαν την Ελλάδα συνεχίσουν να επιδοτούν από το υστέρημά των πόρων τους τις μεγάλες οικονομίες των ισχυρών εταίρων. Προκειμένου να μπορούν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Κίνα και ελάχιστες ακόμη χώρες να σπαταλούν πάνω από 22 τρις δολ., δηλαδή πάνω από το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2009, για τη «διάσωση» των τραπεζών και των μεγάλων κερδοσκόπων, πρέπει οι εξαρτημένες και υποτελείς χώρες να παραδοθούν κυριολεκτικά στο έλεος των αγορών. Τα διογκούμενα ελλείμματα και χρέη των ισχυρών πρέπει να αντισταθμιστούν από τη δημοσιονομική ασφυξία των οικονομιών σαν της Ελλάδας, μήπως και διατηρηθεί η επίπλαστη και εκ φύσεως ασταθής ισορροπία των αγορών χρήματος και κεφαλαίων. Αυτό το νόημα έχει και το ενδιαφέρον των κκ. Τρισέ, Αλμούνια, Μπαρόζο και των ομοίων τους για την Ελλάδα. Δεν τους ενδιαφέρει αυτό καθαυτό το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά να μην επηρεαστεί η οικονομική σταθερότητα και η ενότητα της ευρωζώνης. Να μην γίνει η Ελλάδα αφορμή για ένα ντόμινο χρεοκοπιών και αποχωρήσεων από την ευρωζώνη που θα υπονομεύσουν το ευρώ ως διεθνές νόμισμα συναλλαγών, αποθησαυρισμού και κερδοσκοπίας στις αγορές.
Το κύριο μέλημα των Βρυξελλών δεν είναι η αποτροπή της χρεοκοπίας αυτής καθαυτής, αλλά να αποφευχθεί για όσο αυτό είναι δυνατό η επίσημη ανακοίνωσή της. Ο Π. Γεννηματάς, επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, έλεγε πρόσφατα ότι η «έννοια της χρεοκοπίας έχει διαφοροποιηθεί. Μάλιστα για χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν νοείται τυπική χρεοκοπία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια φάση δυσκολιών ομαλής εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων μιας χώρας-μέλους δεν μπορεί να έχει στοιχεία de facto χρεοκοπίας.» (Επίκαιρα, τ. 15) Προκειμένου λοιπόν η χώρα να μην εμφανιστεί ότι προχωρά σε τυπική χρεοκοπία, η οποία υποτίθεται ότι «δεν νοείται» για χώρα-μέλος της ΕΕ, πρέπει να υποστεί την de facto χρεοκοπία υπό τον ζουρλομανδύα του Προγράμματος Σταθεροποίησης και της επιτήρησης αποικιοκρατικού τύπου από τις Βρυξέλες. Η χώρα έχει καταδικαστεί σε ολοκληρωτική καταστροφή, προκειμένου με την τελευταία ικμάδα της οικονομίας της, με ό,τι έχει απομείνει από την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων και της εγχώριας αγοράς να συνεχίσει να πληρώνει τους δανειστές της.
Η κυβέρνηση έχει ήδη παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στις Βρυξέλες και τις αγορές. Δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να υποτάσσεται στις έξωθεν εντολές. Η ίδια η έννοια της εθνικής κυριαρχίας τουλάχιστον στο πεδίο της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής, αποτελεί φρικτή φάρσα. Η παλιά λογική της ψωροκώσταινας και των ιστορικά πιο άθλιων καθεστώτων εθνικής υποτέλειας γνωρίζει νέα μεγαλεία. Η πολιτική ηγεσία της χώρας νοιάζεται μόνο για το πώς θα «αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές», δηλαδή στους κερδοσκόπους. Και για να το πετύχει είναι διατεθειμένη να τα δώσει όλα, ότι και να της ζητηθεί. Έτσι π.χ. το τελευταίο κοινοπρακτικό 5ετές ομόλογο, το οποίο αποδείχτηκε από κάθε άποψη ένα μεγάλο πανηγύρι για τους διεθνείς κερδοσκόπους και εκτίναξε το κόστος δανεισμού στα ύψη, ανατέθηκε επίσημα σε έξι ανάδοχες τράπεζες – την Credit Suisse, Deutsche Bank, Morgan Stanley, Goldman Sachs, Εθνική Τράπεζα και Eurobank – οι οποίες ήταν και οι μόνοι κερδισμένοι από το όλο αλισβερίσι, συγκεντρώνοντας πάνω από 27 δις ευρώ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που η Goldman Sachs μια βδομάδα νωρίτερα διαβεβαίωνε ότι απετράπη ο κίνδυνος της χρεωκοπίας. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο που η Morgan Stanley (25/1) χαρακτήριζε τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης «βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».
Κι ενώ ο κ. Παπανδρέου λέει και ξαναλέει για διαρκείς επιθέσεις κερδοσκόπων στην ελληνική οικονομία, το ευρώ, κοκ., «ξεχνά» όλος περιέργως να μας διευκρινίσει ότι δυο από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές αυτής της κερδοσκοπικής επίθεσης είναι η Goldman Sachs και η Morgan Stanley. Οι ίδιοι δηλαδή πιστωτικοί οίκοι που έχουν προνομιακή σχέση με το ελληνικό δημόσιο και την έκδοση των ομολόγων του. Ο κ. Παπανδρέου με την κυβέρνησή του έχει μια εξαιρετικά πρωτότυπη άποψη για το πώς να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των κερδοσκόπων: απλά παραδίδει τη χώρα στις ορέξεις τους και κάνει ακριβώς ότι του ζητάνε.
Σήμερα οι πιο θερμοί υποστηρικτές της «δημοσιονομικής προσαρμογής» είναι οι πιο τυχοδιώκτες κερδοσκόποι. Από τον Τζορτζ Σόρος, ο οποίος έχει βάλει στο μάτι τα ακίνητα του ελληνικού δημοσίου και όχι μόνο, τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές, που έχουν βάλει στο μάτι το πιστωτικό σύστημα της χώρας, μέχρι τα μεγαλύτερα Hedge Fund, που μετατρέπουν την επιθανάτια αγωνία της ελληνικής οικονομίας σε ομόλογα υψηλού ρίσκου. Εκπρόσωποι όλων αυτών συνωστίζονται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα επιδιώκοντας μια καλή συμφωνία στο μοίρασμα των ιματίων της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση από τη μεριά της κάνει ότι μπορεί για να ικανοποιήσει όλες τις ορέξεις. Είναι ανοικτή σε κάθε είδους αποικιοκρατική σύμβαση δανεισμού, όποιο κι αν είναι το αντίτιμο. Έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να βγάλει στο σφυρί ότι έχει απομείνει στο μετοχολόγιο του ελληνικού δημοσίου. Διαπραγματεύεται ήδη την εκποίηση των ακινήτων του δημόσιου τομέα αξίας άνω των 300 δις ευρώ. Με την μεσολάβηση κυρίως της Goldman Sachs και της Morgan Stanley αναζητά διεθνώς αναδόχους όχι μόνο για το δημόσιο χρέος, αλλά και για τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τις υποδομές της χώρας. Ολόκληρη η χώρα πωλείται σε τιμή ευκαιρίας.
Κι επειδή όλα αυτά δεν φτάνουν για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις των διεθνών κερδοσκόπων, η κυβέρνηση έχει βάλει στο τραπέζι τους φυσικούς και οικονομικούς πόρους της χώρας. Η κυβέρνηση προετοιμάζει ήδη τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση ολόκληρων περιφερειών της χώρας. Όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ και χρόνια σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, όπου εκχωρείται σε πολυεθνικές ή σε διεθνείς οίκους η διαχείριση και εκμετάλλευση περιοχών ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την παγκόσμια αγορά. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση βιάζεται να προωθήσει το σχέδιο «Καλλικράτης», μιας και η επιβολή καθεστώτος περιφερειακής αυτονομίας ή ημιαυτονομίας – «τοπικών κυβερνήσεων» – υπήρξε πάντα το πρώτο βήμα για αυτού του είδους τις ιδιωτικοποιήσεις.
Από τις διεθνείς αγορές μαθαίνουμε ότι οι πρώτες συμφωνίες βρίσκονται ήδη στα σκαριά ιδίως για τις περιφέρειες υψηλής τουριστικής ανάπτυξης, όπως π.χ. είναι τα Δωδεκάνησα, αλλά και για περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπως π.χ. είναι η Θράκη. Ο «Καλλικράτης» δεν έρχεται απλά να διαλύσει το ενιαίο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και να διευκολύνει την απόσπαση εθνικού εδάφους. Μόνο που η απόσπαση αυτή δεν πρόκειται να γίνει με πόλεμο ή στρατιωτική επέμβαση. Υπάρχει ένας πολύ πιο ήσυχος και αποτελεσματικός τρόπος, η εκχώρηση ολόκληρης της περιοχής σε πολυεθνικές και διεθνείς επενδυτές. Ήρθε η ώρα που η χώρα χρειάζεται να δώσει μάχη για να υπερασπιστεί απέναντι στις διεθνείς αγορές και τις Βρυξέλλες όχι μόνο την (ανύπαρκτη) εθνική ανεξαρτησία της, αλλά την ίδια την ακεραιότητά της. Μόνο που μέσα στα δεδομένα πλαίσια και με την υπάρχουσα πολιτική ηγεσία η μάχη αυτή είναι εκ προοιμίου χαμένη για τη χώρα και το λαό της.
Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που οι Βρυξέλλες θέλουν να επιβάλουν στη χώρα ένα καθεστώς αποικιοκρατικής επιτήρησης, ένα ιδιότυπο καθεστώς «αντιβασιλείας», όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήριζαν οι Financial Times (3/2). Στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος το ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να προβεί σε καμμιά ενέργεια, σε καμιά άσκηση πολιτικής χωρίς την προηγουμένη έγκριση των Βρυξελών. Με άλλα λόγια έχουμε την επιβολή ενός ασφυκτικού καθεστώτος χρεοκοπίας, χωρίς επίσημα η χώρα να έχει χρεοκοπήσει. Τουλάχιστον ακόμη. Πρόκειται για ένα καθεστώς πρωτοφανές, ακόμη και για τα δεδομένα της ΕΕ, πολύ χειρότερο ακόμη και από το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που επέβαλαν οι δανειστές κερδοσκόποι του ελληνικού κράτους το 1898. Κι αυτό γιατί δεν αφήνει κανένα περιθώριο άσκησης εθνικής πολιτικής σε κανένα τομέα της οικονομίας της χώρας.
Η χώρα αντιμετωπίζει μια νέα ιδιότυπη κατοχή
Η χώρα οδηγείται σε ένα ασφυκτικό καθεστώς δημοσιονομικής κατοχής, γιατί η «δημοσιονομική προσαρμογή» που ζητούν οι αγορές και οι Βρυξέλλες ισοδυναμεί με πολιτική αυτοχειριασμού, καταστροφής και διάλυσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η χώρα βρίσκεται μπροστά σ’ αυτή τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Είναι η ίδια ακριβώς πολιτική που απαιτούσαν οι διεθνείς δανειστές τύπου Χάμπρο και Ρότσλιντ και η περίφημη «δημοσιονομική επιτροπή» της Κοινωνίας των Εθνών το 1930 να εφαρμόσει η υπερχρεωμένη Ελλάδα προκείμενου να μην χρεοκοπήσει. Η συνταγή ήταν και τότε ίδια: βαριά φορολογία, δραστικός περιορισμός του ελλείμματος του προϋπολογισμού, συμπίεση του «εργατικού κόστους, κοκ. Η «δημοσιονομική προσαρμογή» εκείνης της εποχής όχι μόνο δεν διέσωσε τη χώρα, αλλά την βούλιαξε ακόμη περισσότερο οδηγώντας την στην επίσημη χρεοκοπία του 1932. Από αυτή την χρεοκοπία η χώρα δεν μπόρεσε να συνέλθει ποτέ. Ενώ η διαχείριση των συνεπειών της προς όφελος της ντόπιας ολιγαρχίας και των ξένων δανειστών της, αποτέλεσε το οικονομικό υπόβαθρο του εκφασισμού της πολιτικής ζωής της χώρας με αποκορύφωμα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 οδηγήθηκαν πολλές εξαρτημένες χώρες στα πρόθυρα της χρεοκοπίας λόγω υπερχρέωσης, τότε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επέβαλαν την ίδια «δημοσιονομική προσαρμογή». Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση χώρας που να ορθοπόδησε, να ξέφυγε από τη μέγγενη της υπερχρέωσης, ή να έσπασε έστω τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων, του δανεισμού και της χρεοκοπίας. Το τονίζουμε, ούτε μία. Μάλιστα αυτή η συνταγή οδήγησε τις χώρες όπου επιβλήθηκε σε χρόνια παρακμή, σε εκτίναξη της φτώχειας σε επίπεδα πρωτοφανή, σε καταστροφή και διάλυση. Σήμερα οι πιο χειμαζόμενες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής είναι εκείνες που στη δεκαετία του ’80 και του ’90 αποτέλεσαν πρότυπα εφαρμογής της «δημοσιονομικής προσαρμογής».
Το ίδιο μέλλον επιφυλάσσεται και για τη χώρα μας. Θα επιτρέψει η αριστερά να συμβεί, ή δεν την ενδιαφέρει; Η χρεοκοπία στην οποία έχει βρεθεί η χώρα δεν αφορά απλά και μόνο στα δημοσιονομικά της, αλλά πρωτίστως πρόκειται για την χρεοκοπία ολόκληρου του τρόπου εξαρτημένης ανάπτυξης της χώρας, η οποία έχει παραδοθεί εδώ και χρόνια στο έλεος των μονοπωλιακών καταστάσεων της αγοράς, κλειδωμένη στον αυτόματο πιλότο της ΕΕ. Έχει η αριστερά σήμερα να αντιπροτείνει κάτι στη θέση αυτού του χρεοκοπημένου τρόπου ανάπτυξης; Έχει αντιληφθεί ότι η χρεοκοπία στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα έχει θέσει εξ αντικειμένου ζήτημα βιωσιμότητας και προοπτικής της εθνικής οικονομίας;
Απέναντι στις δυνάμεις που παρατάσσονται σήμερα για να στηρίξουν και να υπηρετήσουν τη νέα κατοχή και τον διατεταγμένο αυτοχειριασμό της χώρας, πρέπει να αντιπαρατεθεί ένα νέο ΕΑΜ με κεντρικό στόχο την ανάκτηση από τον ίδιο τον λαό του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας από τις πολυεθνικές, τα μονοπώλια και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Όσο η χώρα βρίσκεται υπόδουλη των αγορών, όσο σύρεται και άγεται από διεθνείς κερδοσκόπους και πολυεθνικές, όσο στενάζει η οικονομία και οι εργαζόμενοι κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους φιλολαϊκή πολιτική, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά καλύτερη προοπτική για τον εργάτη, τον αγρότη, τον συνταξιούχο, τον μικρομεσαίο επιχειρηματία, το νέο.
Τι σημαίνει όμως ανάκτηση του ελέγχου; Σημαίνει την εφαρμογή πολιτικών με βάση τις πιο επείγουσες ανάγκες του λαού και με κριτήριο την ορθολογική αξιοποίηση των πόρων και των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Σημαίνει επίσης το άνοιγμα του διεθνή ορίζοντα της χώρας που εξασφαλίζει την ολόπλευρη αξιοποίηση των σχέσεων μ’ όλες τις χώρες και τους λαούς στην Ευρώπη και παγκόσμια δίχως δεσμά και μονοπωλιακές εξαρτήσεις.
Ανάκτηση του ελέγχου σημαίνει άμεσα και πρακτικά:
Πρώτο: Τον άμεσο απεγκλωβισμό από το ευρώ και την ΟΝΕ. Όσο η χώρα βρίσκεται υπό το καθεστώς του ευρώ είναι υποχρεωτικά εκτεθειμένη στις πιέσεις, τους εκβιασμούς και τις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας, είναι παντελώς ανοχύρωτη απέναντι στις πιο ασύδοτες δυνάμεις της αγοράς και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της Ευρωζώνης που κινούνται με πρωταρχικό κριτήριο το συμφέρον και τη στήριξη της οικονομίας των ισχυρών. Η οικονομία της χώρας πρέπει να αποκτήσει τη νομισματική της ελευθερία για να είναι σε θέση να απελευθερώσει τις δυνατότητές της, να ανασυγκροτήσει την παραγωγική της βάση και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρει η διεθνής οικονομική ζωή.
Δεύτερο: Το αποφασιστικό σπάσιμο του φαύλου κύκλου του χρέους. Η σημερινή υπερχρέωση αποτελεί αφενός προϊόν ενός παρασιτικού κράτους, φέουδου πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, και αφετέρου προνομιακό πεδίο εξάρτησης της οικονομίας και εξαγοράς του δημόσιου και της χώρας από τους πιο αδίστακτους κερδοσκόπους της αγοράς. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Η οικονομία και η κοινωνία δεν μπορεί να συνθλιβεί κάτω από το βάρος της εξυπηρέτησης των χρεών. Οι απλοί εργαζόμενοι δεν έχουν καμιά υποχρέωση να αποπληρώσουν χρέη, προϊόντα τοκογλυφίας, ρεμούλας και κερδοσκοπίας.
Τρίτο: Το κράτος πρέπει να μετατραπεί σε βασικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας και στήριξης της κοινωνίας. Το δόγμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με βάση το οποίο οι κυβερνήσεις συγκάλυπταν ανέκαθεν την ασυδοσία των μεγάλων ιδιωτικών μονοπωλίων, κατέρρευσε παταγωδώς. Όσο η οικονομία και η κοινωνία συνεχίζει να υπηρετεί αυτό το χρεοκοπημένο δόγμα, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η συρρίκνωση της αγοράς, τόσο χειροτερεύει η κατάσταση της παραγωγής, τόσο γιγαντώνεται η μαζική ανεργία, τόσο υποβαθμίζεται η θέση του εργαζόμενου, τόσο πολλαπλασιάζεται το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Μόνη διέξοδος είναι να αναλάβει το κράτος τα ηνία της οικονομίας, όχι για να φορτωθεί με τις ζημιές του ιδιωτικού τομέα, ούτε για να παίξει ρόλο συμπληρωματικό στην «ελεύθερη» αγορά. Το κράτος και πιο συγκεκριμένα η κρατική επιχειρηματική δράση πρέπει να αποτελέσουν βασικό μοχλό και αναντικατάστατο μέσο για την ορθολογική και ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας, ιδίως στους τομείς της ενέργειας, των αναπτυσσόμενων τεχνολογιών αιχμής, της διευρυμένης αναπαραγωγής κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και για την ισότιμη παραγωγική ένταξη της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Τέλος ανάκτηση του ελέγχου σημαίνει διεκδίκηση της δημοκρατίας. Σημαίνει την ανατροπή του υπάρχοντος διάτρητου, διεφθαρμένου συστήματος καλπονοθευτικής αναπαραγωγής ενός περιορισμένου και τυπικού κοινοβουλευτισμού που στηρίζει την απολυταρχία της εκάστοτε κυβέρνησης και των πατρώνων της. Σημαίνει την εγκαθίδρυση της αληθινής κυριαρχίας του λαού, της λαοκρατίας, με την κατοχύρωση και τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
Δημήτρης Καζάκης
Το άρθρο δημοσιεύτηκε με μικρές περικοπές
στην «ΑΥΓΗ» της 7ης Μαρτίου 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου